ευκρότητος

ευκρότητος
εὐκρότητος, -ον (Α)
(για μετάλλινο σκεύος ή για ξίφος) καλά σφυρηλατημένος, κατεργασμένος καλά, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος (α. «εὐκροτήτου πρόχου», Σοφ.
β. «εὐκρότητον δορίδα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κροτητός «σφυρηλατημένος» (< κροτέω «χτυπώ με θόρυβο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐκρότητον — εὐκρότητος well hammered masc/fem acc sg εὐκρότητος well hammered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκροτήτου — εὐκρότητος well hammered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”