- ευκρότητος
- εὐκρότητος, -ον (Α)(για μετάλλινο σκεύος ή για ξίφος) καλά σφυρηλατημένος, κατεργασμένος καλά, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος (α. «εὐκροτήτου πρόχου», Σοφ.β. «εὐκρότητον δορίδα», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κροτητός «σφυρηλατημένος» (< κροτέω «χτυπώ με θόρυβο»)].
Dictionary of Greek. 2013.